Tuesday, September 26, 2006

Η Ψυχή του Σάμουράι 3

Έφυγε ο Σαμουράι από το σπίτι, το φτωχικό καλυβάκι που συνάντησε τον Πατέρα και έφυγε για ταξίδι μεγάλο και απροσδιόριστο. Με μια μαγκούρα στο χέρι βάδιζε τον δρόμο του, μέρα και νύχτα. Το τοπίο είχε πάρει τα χρώματα του φθινοπώρου, γύρω μύριζε το νοτισμένο χώμα στις όχθες του ποταμού. Υγρασία παντού και ομίχλη.

Τα κόκκαλά του πονούσαν, βαριανάσαινε. Όμως σαν να μην ήξερε γιατί, συνέχιζε να περπατά μέχρι που τα πόδια του δεν τον βαστούσαν άλλο και έκανε το δισάκι του μαξιλάρι και ξάπλωνε κάτω από τα δέντρα. Κατάκοπος μια μέρα, βρήκε καταφύγιο στη κουφάλα ενός δέντρου. Η βροχή τον συντρόφευε συνέχεια τις τελευταίες μέρες, τώρα σαν ψιλόβροχο, τον έκανε να μπει μέσα στη κουφάλα και να πέσει για ύπνο.

Καθώς οι αντιστάσεις του ολοένα και χάνονταν καθώς αποκοιμόνταν, ονειρεύτηκε το ζεστό της χάδι, την γλυκειά ανάσα της να τον συντροφεύει στο προσκεφάλι του. Η μορφή της απροσδιόριστη, μα η αίσθησή γνωστή. Εκείνη! Αναστέναξε προσπαθώντας να βολευτεί μέσα στον κορμό του δέντρου. Την αναζητούσε μέσα στο όνειρο, έψαχνε να ξαναβρεί την αγάπη του για κείνη. Αναστατώθηκε και ξύπνησε ξαφνιασμένος. Το όνειρο είχε πια χαθεί μαζί με κείνο που ένιωσε. "Αγάπη μου!" ψιθύρισε και ανασκουμπόθηκε για να πάρει και πάλι τον δρόμο.

Ο δρόμος του φαινόταν διαφορετικός. Τα μάτια του σαν να μην έβλεπαν που πήγαιναν. Περπατούσε με ήλιο, μα για εκείνον μονάχα συννεφιά και θολούρα υπήρχε. Μα τι μου συμβαίνει, αναρωτήθηκε. Γιατί ο ήλιος δεν φέγγει στο διάβα μου? Έκλεισε τα μάτια και κει αντίκρυσε το σκοτάδι της ψυχής του. Έσκυψε το κεφάλι, κατάλαβε τι του συνέβαινε. Αυτό ήταν που έβλεπε, το έρεβος μέσα του. Μια ατελείωτη συννεφιά, ένα χάος. Έστεψε το βλέμμα προς τον ουρανό. Ο ήλιος ήταν ακόμα εκεί! Σήκωσε τα χέρια, Ουράνιε Πατέρα βοήθησέ με να βρω το Φως, βοήθησέ με σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο σκοτάδι στη ψυχή... και τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του! Έμεινε εκεί γονατισμένος για ώρα. Βοήθησέ με να διώξω το σκοτάδι, βοήθησέ με!

(συνεχίζεται...)
(c) Marialena, 26/09/2006

No comments: