Saturday, December 23, 2006

Μικρές Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες - Μέρος 1ο

Νύχτα γιορτής

Έφτασε στο σπίτι αργά, μετά τη δουλειά. Άναψε ένα φως στο διάδρομο και έβγαλε τη στολή εργασίας που φορούσε από το πρωί. Το κουστούμι της το άφησε πάνω στο κρεβάτι και φόρεσε μια φόρμα και ένα μακό. Οι γόβες και ο χαρτοφύλακας έμειναν στο πάτωμα και περπατούσε ξυπόλητη στα πλακάκια. Ξεβάφτηκε και έλυσε τα μαλλιά της. Επιτέλους σπίτι!

Παραμονή Χριστουγέννων στο εργένικο διαμέρισμά της κάπου μέσα στη πόλη. Κοίταξε ένα γύρω το χώρο, μοντέρνα έπιπλα και μίνιμαλ διακόσμηση στο σαλόνι. Έτσι το ήθελε άλλωστε. Στο βάθος είχε διακοσμήσει ένα μικρό δεντράκι με λαμπάκια χριστουγεννιάτικα, πήγε και το άναψε και φώτισε αχνά το δωμάτιο! Πλησίασε στην κουρτίνα, κοίταξε έξω. Φώτα παντού να γεμίζουν το σκοτάδι με χρώματα. Κάπου απέναντι, σε κάποιο σπίτι έστηναν γιορτή και οι ετοιμασίες πυρετώδεις.

Μα τι ώρα είχε πάει? Ούτε και ήξερε, έφυγε από το γραφείο και περπατούσε στο κέντρο με τις ολόφωτες βιτρίνες και τους στολισμούς στους δρόμους. Κόσμος, λαός κρατώντας δώρα περνούσε ανάμεσά της, μα εκείνη περπατούσε σαν χαμένη. Ήταν εκεί, μα δεν ήταν, ήταν όλα αυτά πολύ ξένα για εκείνη. Ξεγλιστρούσε ανάμεσα στους ανθρώπους με ένα βλέμμα απλανές. Χριστούγεννα και πάλι, σκεφτόταν καθώς προχωρούσε προς το μετρό. Χώθηκε στη μεγάλη κοιλιά του κήτους και σε λίγο έφτασε στη γειτονιά της. Φύσαγε ένα παγερό αεράκι και βιαστικά χώθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της.

Θυμόταν μικρή που λαχταρούσε να στολίσουν το δέντρο στο πατρικό της. Πάντοτε πιο ψηλό από το μπόι της, είχε πάνω του μπαλίτσες, αγιοβασιλάκια, αγγελούδια και γιρλάντες πολλές και στη κορυφή ένα αστέρι. Τι κι αν ήταν όλα ψεύτικα, στα παιδικά της μάτια φάνταζαν τόσο πολύ αληθινά. Πιτσιρικάκι, είχε έναν φουσκωτό άγιο Βασίλη που τον έπαιρνε αγκαλιά και καθόταν κάτω από το δέντρο στο σαλόνι και ανυπομονούσε να έλθει η μέρα που θα της έφερνε την κούκλα που λαχταρούσε. Τι και αν δεν είχαν καμινάδα στο σπίτι, ήξερε πως ο στρουμπουλός άγιος έβρισκε τον τρόπο να της φέρει το δώρο για τα Χριστούγεννα. Σαν μεγάλωσε λίγο, έπαιρνε τα βιβλία της και καθόταν δίπλα στο φωτισμένο δέντρο. Ονειρευόταν πως εκεί βρισκόταν το μέρος που ήθελε να ναι, στη χώρα του Αϊ-Βασίλη, στον παραμυθένιο κόσμο όπου οι ευχές γίνονταν πραγματικότητα και μπορούσε να είναι ευτυχισμένη.
Στα 18 της ενώ στόλιζε το δέντρο όπως πάντα, ένας θάνατος στην οικογένεια την προσγείωσε ανώμαλα. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν και τότε και το σπίτι βυθίστηκε στο σκοτάδι καθώς ξεστολίστηκε στα γρήγορα και άρχισε το πένθος για τη γιαγιά που έφυγε εκείνο το βράδυ. Από τότε δεν θυμάται να έχει στολίσει με χαρά το πατρικό της. Το έκαναν πια οι άλλοι και εκείνη απλώς συγκαταβατικά τα έβλεπε, τι ειρωνεία!

Τώρα πια, στο δικό της σπιτικό για πρώτη φορά, διακόσμησε διακριτικά το καθιστικό της. Σαν να φοβόταν ότι το σενάριο θα επαναλαμβανόταν κάπου στην άκρη του μυαλού της, αν με παιδικό ενθουσιασμό μεταμόρφωνε την ατμόσφαιρα σε εορταστική… Τι κακό με αυτές τις αναμνήσεις! Χτύπησε το τηλέφωνο κάποιες φορές και την επανέφερε στη πραγματικότητα με το επίμονο κουδούνισμα. Άφησε τη μπαλκονόπορτα που στεκόταν και πήγε να το πιάσει. Μια γνώριμη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Έλα, τι κάνεις?» ήταν η μητέρα της. «Καλαααά…» απάντησε εκείνη κάπως ανόρεκτα. «Τι θα κάνεις απόψε?» «Δεν ξέρω, γύρισα αργά από τη δουλειά, θα δούμε…», απάντησε εκείνη στα γρήγορα. «Καλά, αλλά να σου θυμίσω πως αύριο το μεσημέρι σε περιμένουμε στο σπίτι για φαγητό, εντάξει?» είπε η μαμά δίχως να σηκώνει αντίρρηση στη πρόσκληση. «Θα είναι όλοι εδώ, ο μπαμπάς σου λαχταράει να σε δει, θα ναι και ο αδελφός σου με την κοπέλα του, λοιπόν σε περιμένουμε στη 1. Φιλιαααά» και έκλεισε τη γραμμή δίχως να προλάβει να πει κάτι, είχε άλλωστε καμία σημασία?

Ξανά ο νους της πήγε στο πατρικό, όπου η μαμά με φροντίδα περισσή έφτιαχνε τη γαλοπούλα σούπα τα Χριστούγεννα και στο φούρνο με πατατούλες τη Πρωτοχρονιά, χρόνια τώρα. Ανατρίχιασε μόνο και στη σκέψη πως, κάθε φορά, κάθε γιορτή, το σπίτι θύμιζε στο τέλος ρινγκ από τις αντιπαραθέσεις και τις γκρίνιες που εξακοντίζονταν, κάθε γιορτινή μέρα που μαζεύονταν όλοι μαζί. Είχε τριανταρίσει για τα καλά και αγαπημένη κουβέντα των δικών της ήταν, γιατί δεν παντρευότανε με ένα «καλό παιδί». Άλλοτε το αντιμετώπιζε με χιούμορ, άλλοτε με σιωπή, άλλοτε με επιχειρήματα του τύπου ότι οι σχέσεις είναι δύσκολες την σήμερον ημέρα και να ο κόμπος στο στομάχι να την πιάνει στο άκουσμα της ευχής/παραίνεσης/παρατήρησης.

Ένα περίεργο πράγμα με τα αισθηματικά της. Ποτέ δεν θυμάται να έχει κάνει γιορτές σε σχέση όντας! Είτε τα χαλάγανε πιο πριν, είτε τα φτιάχνανε μετά, είτε όπως με τον τελευταίο, εκείνος έφυγε για διακοπές και εκείνη τον άφησε με την σειρά της λίγους μήνες μετά αλλά και πάλι τριγύριζε στο μυαλό της η έλλειψη και ας είχαν χωρίσει τόσο καιρό τώρα. Πήρε από τη δισκοθήκη της τα γιορταστικά cd με τζαζ εκτελέσεις χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και εκεί στο μισοσκόταδο γέμισε το σπίτι από νότες και φωνές με πατίνα από καπνό και μοναξιές. Κατευθύνθηκε στη κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και έφτιαξε μια σαλάτα με ρόδι, μέλι, ανθότυρο Κρήτης και ξηρούς καρπούς. Κοίταξε απέναντι στη κάβα, διάλεξε ένα λευκό κρασί του Κτήματος Βασιλίσσης, πέντε ετών. Το άνοιξε, έβαλε ένα ποτήρι και μετά ακούμπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού το πιάτο και το ποτήρι. Αναστέναξε και ανακάθισε στον καναπέ, ανάβοντας και κάτι κεριά για να φωτίσει λίγο ακόμα τη δική της μοναξιά.

Η Diana Krall ακουγόταν στα ηχεία, «Have yourself a Merry Little Christmas» και εκείνη προσπαθούσε να τρώει χωρίς να σκέφτεται, πράγμα αδύνατο! Ο διευθυντής στην εταιρεία την ρώτησε πριν φύγει, τι θα έκανε τις γιορτές. «Θα ξεκουραστώ…» του απάντησε και χαμογέλασε με μια δόση μελαγχολίας. Ήταν νέα, όμορφη, καλλιεργημένη, μα η ίδια αισθανόταν γριά μέσα της. Δεν είχε διάθεση για νταβαντούρια. Σαν να έφευγε ο χρόνος και δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό, ένιωθε. Διάβασε με περιέργεια παγανιστική τα ζώδια για την επόμενη χρονιά και απελπίστηκε λίγες μέρες πριν. Τα προσωπικά της διαγράφονταν ανύπαρκτα για το νέο έτος, σύμφωνα με την αστρολόγο. Την πήρε από κάτω, έστω και θεωρητικά. Γαμώτο, μια από τα ίδια και πάλι… μέχρι πότε? σκέφτηκε και έκλεισε τις προβλέψεις.

Έφαγε και έβαλε το πιάτο στη κουζίνα. Έβαλε και επιδόρπιο ένα μοσχομυριστό κέικ της εποχής. Δεν κάπνιζε, μα είχε φυλαγμένα πούρα Αβάνας για ειδικές περιπτώσεις. Πήρε ένα στο χέρι, ξάπλωσε στον καναπέ νωχελικά για να το απολαύσει. Χτύπησε το κουδούνι, ξαφνιάστηκε! Ήταν ο Αποστόλης, φιλαράκι της. Άνοιξε, τον είδε με το μπουφάν της μηχανής και το κράνος υπό μάλης. «Σε σκεφτόμουν» της είπε «και είπα να περάσω να δω τι κάνεις…» «Είσαι πολύ γλυκός, πέρασε μέσα» του ανταπάντησε. «Μόνη είσαι?» «Ναι, ήθελα να έχω ησυχία, γι’ αυτό…». «Πως τα πας εσύ?» τον ρώτησε. «Δύσκολα, αλλά και τι να κάνω!» της απάντησε με ένα χαμόγελο πονεμένο. Κάθισαν στον καναπέ, του προσέφερε κρασί και γλυκό. Με την κουβέντα, άναψαν μαζί από ένα πούρο. Η νύχτα τους βρήκε να πίνουν, να μιλάν και να είναι ο ένας κοντά στον άλλο. Δεν θυμάται πότε πέρασε η ώρα και πως βρέθηκε να κοιμάται στον καναπέ με ένα παπλωματάκι σκεπασμένη. Ο Αποστόλης είχε φύγει, μα της άφησε ένα κουτάκι στο τραπέζι. Ξύπνησε και το βλέμμα της αναζήτησε κάποιο σημάδι του στο σπίτι. Είδε το κουτάκι μπροστά της, το άνοιξε. Ήταν ένα γούρι για τον λαιμό με τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα από τον Θεόφιλο τον ζωγράφο, φιλοτεχνημένο. Μέσα είχε ένα τόσο δα σημείωμα, το ξεδίπλωσε. «Για σένα, με αγάπη», έγραφε και έκλεισε το γούρι σφιχτά στη χούφτα της. Έπιασε το κινητό της στο χέρι, έγραψε ένα μήνυμα «Σ’ ευχαριστώ πολύ. Τι κάνεις τη Πρωτοχρονιά?» και του το έστειλε στο κινητό του.

Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να ετοιμαστεί για να πάει στο πατρικό της ανήμερα τα Χριστούγεννα. Δεν την ένοιαζε τι θα φορέσει, αλλά στο λαιμό της θα κρέμαγε το γούρι της νέας χρονιάς, σαν φυλακτό.

© Μαριαλένα, 05/12/2006 (και η ιστορία μας συνεχίζεται στα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα)

7 comments:

Anonymous said...

Γλυκύτατη ιστορία....
...σαν κι εσένα!

Anonymous said...

Πανέμορφο:)
Καλές Γιορτές Μαριαλενάκι!
(ό,τι χαρίζεται με αγάπη είναι το καλύτερο γούρι;))

panagiota said...

Καλησπερες πολλες γλυκεια μου.Εδω και παλι ο ασθενης.Μυριστηκε ομορφες χριστουγεννιατικες ιστοριες.
Περιμενω εναγωνιως την συνεχεια απο αυτην την ιστορια που καταμαρτυρα την μοναξια των καιρων μας.
Καλες γιορτες να εχουμε,και αγαπη προπαντων......

Marialena said...

Καλησπερίζω τις ευαίσθητες γυναικείες ψυχές και όχι μόνο...
Αυτά τα Χριστούγεννα θα αφηγηθούν τρείς τέτοιες ιστορίες ανθρώπων σαν όλους εμάς, γιατί το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις στη ζωή.

An-Lu, Citronella & Παναγιώτα που αναρρώνεις και συ Χριστουγεννιάτικα, σας χαιρετώ και σας εύχομαι η διάθεσή σας να ξεπερνά ό,τι μας δυσκολεύει αυτήν την εποχή ιδιαίτερα. Κρατήστε τη καρδιά σας ζεστή μέσα στα χέρια...

melomenos said...

πολύ όμορφη ιστορία
υπέροχα να περάσεις με τους ανθρώπους που αγαπάς γύρω σου
Καλά σου Χριστούγεννα!

Anonymous said...

Γλυκές ευχές στο πιό γλυκό χαμόγελο της μπλογκόσφαιρας!

Marialena said...

@ melomenos: Τέτοιες ευχές κάνουν και τα δικά μου Χριστούγεννα ακόμα πιο γιορτινά! Καλές Γιορτές και από μένα αγαπητέ μου...

@ Ημίαιμος: Πόσο χαίρομαι, όποτε σε βλέπω στο κονάκι μου! Χρόνια πολλά στο σπιτικό σου με αγάπη, Μ.