Thursday, February 14, 2008

Ρόδο της Ερήμου


Desert Rose, image by www.interartonline.com

Έδεσε τη μαντίλα στο κεφάλι του, έζωσε τον πιστό του σύντροφο, ένα μαχαίρι με κοκάλινη λαβή στο ζωνάρι του, πήρε το δισάκι του με τα λιγοστά του υπάρχοντα στον ώμο και κατευθύνθηκε στο παζάρι στην Αλεξάνδρειας. Έφτασε μέχρι τους περιπλανώμενους που πουλούσαν ζώα στο τέρμα του παζαριού. Έψαχνε να αγοράσει μια καμήλα για να διασχίσει την έρημο. Με τα μάτια του να παίζουν διερευνητικά, πήγε σε έναν γέρο που είχε μαντρώσει τα ζωντανά του και κάπνιζε τον ναργιλέ του ανακούρκουδα. «Πόσο θες για αυτήν την καμήλα?» τον ρώτησε, δείχνοντας του το ζώο που διάλεξε. «Αφέντη μου, είναι από καλή γενιά, δεν θα το μετανιώσεις αν τη πάρεις, είναι γερό το ζώο μου». «Πόσα ζητάς?» «Εσύ πόσα δίνεις» ανταπάντησε ο γέροντας θέλοντας να παζαρέψει με τον πελάτη του, όπως συνηθίζεται στην ανατολή.

Πήρε τη καμήλα από τα γκέμια, αγόρασε τροφή για το ζωντανό, γέμισε με νερό τα φλασκιά του και ανέβηκε στη καμπούρα της. Ο ήλιος είχε ανέβει στον ουρανό και η ζέστη παρά τον θαλασσινό αέρα της Μεσογείου, ήταν αρκετή για τον μαυροφορεμένο ταξιδιώτη. Βγήκε έξω από τα τείχη της Αλεξάνδρειας και κατευθύνθηκε ανατολικά προς την έρημο του Σινά.

Άφηνε για τα καλά πίσω του τον πολιτισμό και προχωρούσε βαθιά μέσα στο αφιλόξενο τοπίο που τον περίμενε για να το διασχίσει. Με τα άστρα και τον ορίζοντα οδηγό του διάβαινε τη πορεία του, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Υπολόγιζε πως δεν θα έκανε πολύ, ίσως τρεις με τέσσερις μέρες για να δει ξανά μπροστά του την όαση. Μα η έρημος δεν αστειευόταν, ούτε έκανε χάρες στον μοναχικό περιπλανητή. Αν ο ίδιος δεν επαγρυπνούσε για την σωστή χάραξη της πορείας του, μόνο ο Αλλάχ μπορούσε να τον σώσει από τα χειρότερα και το ήξερε καλά αυτό.

Τις νύχτες που πια σταματούσε να ξαποστάσει, ξάπλωνε δίπλα στη καμήλα και έχωνε το χέρι του μέσα στο δισάκι του για να φάει λίγο από το παστό κρέας που φύλαγε και ένα ξεροκόμματο για να χορτάσει την πείνα του από το μακρύ καθημερινό ταξίδι. Η σιγαλιά της νύχτας ήταν εκκωφαντική, ο αέρας του κρύωνε το κορμί που μάταια προσπαθούσε με μια μάλλινη βελέντζα να ζεστάνει για να κοιμηθεί. Μα ένα πράγμα του κράταγε συντροφιά, ένα δώρο τυλιγμένο σε άλικο βελούδο για την αγαπημένη του Αϊσέ. Το έπαιρνε στα χέρια του, το περιεργαζόταν και η σκέψη της τον γέμιζε με συναισθήματα προσμονής και επιθυμίας να την ξαναδεί σαν θα έφτανε στον προορισμό του. «Τι θες να σου φέρω από το ταξίδι μου?» τη ρώτησε όταν έφευγε καιρό πριν να διασχίσει την έρημο. «Εσένα, εσένα πίσω θέλω να μου φέρεις, αλλιώς φέρε μου το ρόδο της ερήμου για να σε θυμίζει όπου κι αν είσαι» του απάντησε η Αϊσέ την τελευταία νύχτα που αντάμωσαν πριν εκείνος πάρει το δρόμο του στην εσχατιά. Ένα μενταγιόν με χαραγμένο πάνω του το ρόδο της ερήμου της πήρε και λαχταρούσε να της το φορέσει στο λατρεμένο της λαιμό, ικανοποιώντας την επιθυμία της!

Με αυτό το κόσμημα στο χέρι τον έπαιρνε ο ύπνος και μ’ αυτό ξυπνούσε σαν χάραζε το ξημέρωμα και ετοιμαζόταν για να διασχίσει ακόμα μια μέρα την μεγάλη έρημο. Δόξαζε πριν ξεκινήσει το όνομα του πολυχρονεμένου Αλλάχ και με την προστασία του κινούσε τον δρόμο προς τον προορισμό του. Μα όσο κι αν προχωρούσε η έρημος δεν τελείωνε, αλλά αυτός δεν έχανε το κουράγιο του ότι θα επέστρεφε στην όαση στην αγαπημένη του σύντομα. Ξημέρωσαν κι έδυσαν ακόμα τρεις μέρες και ήλπιζε πως την επομένη θα έφτανε επιτέλους στη φυλή του. Τα τρόφιμα είχαν πια εξαντληθεί και έκανε κουράγιο για να φτάσει με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει σώος στην όαση. Κρατώντας το ρόδο της ερήμου στη παλάμη του, σκεφτόταν μονάχα πότε θα αντικρίσει τους φοίνικες στο βάθος και τις σκηνές των νομάδων της ερήμου να προβάλλουν ανάμεσά τους.

Και ω του θαύματος αυτή η υπέροχη θέα φανερώθηκε μπροστά στα μάτια του και όσο προχωρούσε πλησίαζε βήμα βήμα προς την Αϊσέ. Με το σώμα του εξαντλημένο, με το πνεύμα ταλαιπωρημένο, με την ψυχή του να λαχταρά να ξαναδεί την ομορφιά της αγαπημένης του να φανερώνεται μπροστά του, φορώντας τις πολύχρωμες κελεμπίες, με τα μαλλιά της λυτά να πέφτουν στους ώμους και τα μάτια της τα αμυγδαλωτά να αστράφτουν από ευτυχία, αυτό το θέαμα ήθελε να δει περισσότερο από όλα τα άλλα.

Έτσι προχωρούσε με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά καθώς πλησίαζε και χωρίς να το καταλάβει έφτασε στην όαση. Ήπιε λίγο νερό από το πηγάδι, έδεσε τη καμήλα και πήγε στην σκηνή της Αϊσέ για να την βρει. Με φωνή ξεψυχισμένη την φώναξε να φανερωθεί μπροστά του κι εκείνη με την δροσιά της ηλικίας της και το πανέμορφο παρουσιαστικό της παρουσιάστηκε μπροστά του, όμοια με το ρόδο της ερήμου!

Σάστισε με το θέαμα, ήταν ακόμα πιο όμορφη από ότι περίμενε να δει. Χαμογέλασε και την προσκάλεσε κοντά του να καθίσει. Με τα χέρια τραχιά από την έρημο, την χάιδεψε στο πρόσωπο και στα στιλπνά μαλλιά που έπεφταν βαριά στους ώμους της. Εκείνη του έφερε τσάι να ξεδιψάσει και κρέας για να χορτάσει την πείνα του. Πήρε τα ρούχα του τα βρώμικα, τον καθάρισε με φροντίδα περισσή και αφού τον έβαλε να ξαπλώσει στα σκεπάσματα με καθάρια φορεσιά ντυμένος, τον πήρε στην αγκαλιά της μέχρι να αποκοιμηθεί με ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Πριν κλείσει τα μάτια του, έγειρε και άνοιξε το δισάκι του. Πρόβαλε η αλυσίδα με το μενταγιόν που κουβαλούσε για κείνη. Της πέρασε το ρόδο της ερήμου στο στέρνο και με το χέρι του, άγγιξε στο μέρος της καρδιάς της. «Σου έφερα αυτό που μου ζήτησες Αϊσέ» της αποκρίθηκε, «αυτό που μου ζήτησες και την αγάπη μου για σένα…». Του έκλεισε τρυφερά το στόμα με το χέρι της καθώς τον φιλούσε στο μέτωπο. «Αφέντη μου, το ξέρα πως θα ερχόσουν ξανά, κάθε μέρα προσευχόμουν στον Αλλάχ να σε φέρει πίσω στην αγκαλιά μου. Σ’ ευχαριστώ!»

Έπειτα εκείνος σφάλισε τα κουρασμένα μάτια του και βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ που όμοιο δεν είχε ξανακάνει. Δεν θυμόταν τίποτα άλλο, εκτός από ένα παράξενο όνειρο ότι τάχα από τη σκηνή της αγαπημένης του έφυγε και κατευθυνόταν σε ένα πρωτόγνωρο μέρος με φως στην άλλη άκρη του σκοτεινού μονοπατιού. Στο βάθος τον περίμενε ένα παράξενο τοπίο γεμάτο από γαλήνη, ηρεμία και φως, πολύ φως να λούζει την Πλάση! «Αϊσέ, Αϊσέ που είσαι?» φώναξε καθώς περπατούσε τώρα πια στο κατάφωτο μέρος. «Που βρίσκομαι, που είναι η σκηνή, που είσαι Αϊσέ?» ξαναφώναξε, μα απάντηση δεν πήρε καμία. Γύρισε πίσω του μα το σκοτεινό μονοπάτι που τον οδήγησε εδώ είχε πια εξαφανιστεί από τα μάτια του. Το μόνο που του έμενε ήταν να αναζητεί αδιάκοπα την γνώριμη εικόνα της γυναίκας που αγαπούσε, του δικού του ρόδου της ερήμου!

Το επόμενο πρωινό βρέθηκε καλυμμένο από άμμο, ένα άψυχο σώμα λίγο πιο μακριά από την όαση. Μια φοβερή ανεμοθύελλα είχε ξεσπάσει άξαφνα στον ορίζοντα κι έκανε τους κατοίκους της όασης να τρέχουν πανικόβλητοι να μαζέψουν τα ζώα και τα υπάρχοντά τους για να μην πάθουν κακό και πεθάνουν από τη μανία του ανέμου. Καβάλα στ’ άλογό του, βρήκε τον νεκρό ένας ταξιδευτής που μετά την ανεμοθύελλα κίνησε να πάρει το δρόμο του ξανά προς την έρημο. Μέσα από τη μαύρη σκονισμένη φορεσιά, πρόβαλε ένα χέρι που κάτι κρατούσε σφιχτά. Ήταν το ρόδο της ερήμου και μαζί του η σκέψη της Αϊσέ, που τον συντρόφευε ακόμα και μέχρι τους κήπους του Αλλάχ!

© Marialena, 27/09/2007

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Sting - Desert Rose Καλή ακρόαση!

16 comments:

panagiota said...

Ακόμα και όταν η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα η αληθινή αγάπη γίνεται όνειρο και φαντασίωση για να στάξει την τελευταία σταγόνα της ευτυχίας...
Θλιμμένη ιστορία,αλλά όλα μέσα στην ζωή είναι.
Υ.Γ.υποψιάζομαι ποιο μπορεί να είναι το τραγούδι αλλά δεν ανοίγει.

Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle said...

δεν ανοίγει και σε μένα¨-(
Χίλιες και μιά νύχτες.
Ομορφο συγκινητικό, και θλιμένο.
Σαν τον Οδυσσέα χωρίς την Ιθάκη του.
Εδωσε νόημα στο μονοτονο άχαρο ταξ΄ιδι του έχοντας λαμπρό οδηγό μπροστά του μόνο τα μάτια τη φωνή και την αγάπη προς εκείνη, τον Ερωτα της ζωή του. Την γλυκειά, την μόνη για κείνον Αισέ!!
Αξιος Πολεμιστής του Ερωτα.!!

Marialena said...

Αγαπημένοι μου Παναγιώτα και Σάκη, σας ευχαριστώ που μου επισημάνατε τη δυσλειτουργία του player. Τον επανεγκατέστησα και τώρα μπορείτε να ακούσετε το υπέροχο αυτό τραγούδι!

Καλή ακρόαση στις μουσικές της ερήμου όπου ο ήρωάς μας άφησε την τελευταία του πνοή με την σκέψη της Αϊσέ στο μυαλό του. Σας φιλώ!

faraona said...

Υπεροχο Μαριαλενα!Μπραβο σου κοριτσι μου!
Καλο βραδυ ναχεις.

Marialena said...

Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε αυτή η ιστορία Φαραόνα μου. Είναι που αγαπάω αυτό που κάνω και που μου δίνεται η ευκαιρία να μοιράζομαι τις εμπνεύσεις μου με ανθρώπους σαν κι εσάς!

Σε φιλώ και εύχομαι καλό ξημέρωμα!

Athanassios Ghikas ready to fly like an Eagle said...

Sting plus the Algerian (αν δε κάνω λάθος)
Πολύ καλή επιλογή΄αλλά ακόμα; δεν μπορώ να βρώ την πηγή της σκέψης σου.

Marialena said...

Χμ..., θα σε βοηθήσω να εντοπίσεις τη πηγή της έμπνευσης Σάκη μου! Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτήν την ιστορία, στο μυαλό μου προβάλλονταν μια εικόνα ενός ανθρώπου της ερήμου να διασχίζει την απεραντοσύνη της και από εκεί ξεκίνησε και εκτυλίχθηκε η ιστορία!

Αχ, δε θυμάμαι το όνομα του Αλγερινού καλλιτέχνη που συνοδεύει τον Sting, αλλά το τραγούδι είναι πολύ ατμοσφαιρικό.

panagiota said...

Οσο αμελητέα είναι η θωριά αυτού του φυτού που ονομάζεται Ρόδο της ερήμου ή της Ιερουσαλήμ,τόσο υπέροχες ιδιότητες κρύβει η ταπεινή του ύπαρξη.
Αποξεραίνεται απο μόνο του και τυλίγετε από τα βλαστάρια του σαν μια κλεισμένη παλάμη.Ταξιδεύει με τους ανέμους της ερήμου σαν μπάλα για μήνες και χρόνια κι όταν βρει νερό απλώνεται σιγά σιγά σαν λουλούδι που ανθίζει.Μήπως κι εμείς οι άνθρωποι θα έπρεπε να κάνουμε το ίδιο?Να μην απελπιζόμαστε να μην παραδινόμαστε στην δύσκολη στιγμή.Να περιμένουμε την στιγμή που θα μας κάνει να ανθίσουμε ξανά.Μετά την απέραντη έρημο πάντα μια όαση θα φανεί.
Νομίζω?
Ονειρα γλυκά πασπαλισμένα με αγγελόσκονη!

Marialena said...

Τι ωραίο που είναι να είμαστε όλοι ξύπνιοι βράδυ Παρασκευής, τώρα πια ξημέρωμα Σαββάτου και να συζητάμε για πράγματα αφανέρωτα?

Θυμάσαι που το διαβάζαμε μαζί μέσα στο μαύρο μεσάνυχτο στο Eschborn? Θυμάσαι που μου έλεγες για το αγαπημένο φυτό του Πουμάκη?

Από αύριο λέει θα χιονίσει, λες να είναι η αγγελόσκονη που ευχήθηκες να καλύπτουν τα όνειρά μας?

panagiota said...

Πουλάκι μου...δεν κοιμάσαι ακόμα?

faraona said...

Aaaa!!!Δεν παιζω...σας κυνηγαω απο γειτονια σε γειτονια.Μαριαλενα κι εσυ νυχτοπερπατεις?

panagiota said...

Το ζωντόβολο το Πουμακι έπινε το νερό απο την κούπα αλλά εκείνο το κακόμοιρο το ρόδο τυλιγόταν και ξανα άνοιγε.
Κι αν το θυμάμαι λέει εκει που το διαβάζαμε στο Εσμπορν και ακούσαμε και την μουσική την ανάλογη.
Αχ-αχ θέλω ξανά διακοπές....

Marialena said...

Χαιρετώ τις ξενύχτησες της εύφορης κοιλάδας...! Εγώ πήγα και κοιμήθηκα την ώρα που μου γράφατε τα σχόλια, οπότε σας ξαναβρίσκω σήμερα το βράδυ!

Αχχχ, μη λες κακά πράγματα Παναγίωτα μου, άκου εκεί διακοπές??? Μην σπέρνεις καινά δαιμόνια και μόλις γυρίσαμε...!

Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και κάτι άλλο πατεί Φαραόνα μου! χα,χα,χα

Φτου και βγαίνω και σε καλησπερίζω απόψε από μια Αθήνα που άρχισε να ρίχνει χιονόνερο και εγώ έχω να βάλω τα κανάλια σε μια τηλεόραση...

faraona said...

Ραντευου το βραδυ κατα τις 11,λεω.Φιλι.

Marialena said...

Το έχασα το ραντεβού μας γι' απόψε... αλλά θα το ανανεώσουμε για μια άλλη φορά Φαραόνα μου!

Φιλιά και από μένα από μια χιονισμένη Αθήνα. Καλό ξημέρωμα!

faraona said...

Marialena δεν πειραζει.Κοιμησου τωρα ζεστα ,να χωρτασεις υπνο και τα λεμε αργοτερα.
Φιλια και καλη μερα.