"Ευφροσύνη, γιατί αργείς?" ακούστηκε από την εξώπορτα του διαμερίσματος μια φωνή. "που είσαι επιτέλους?"
"Τώρα, τα κλειδιά μου να βρω μητέρα" απάντησε αγχωμένα η Ευφροσύνη από την άλλη άκρη "...τα κλειδιά μου ψάχνω!"
Η κυρία Βασιλική στεκόταν ανυπόμονα στη πόρτα με τη τσάντα της στο χέρι. "Θα χάσουμε το πούλμαν έτσι όπως πας, κανόνισε!" συμπλήρωσε, ενώ στο άλλο δωμάτιο η κόρη απλά ξεφυσούσε. Θα πήγαιναν στην Αιδηψό για να κάνει τα ιαματικά της μπάνια η κυρία Βασιλική, όπως κάθε χρόνο. Ο πατέρας, ταγματάρχης του ελληνοιταλικού πολέμου, τους είχε αφήσει χρόνους, πολλά χρόνια πριν και οι δυο γυναίκες ήταν τώρα ότι είχε απομείνει από την οικογένεια. Ενας γυιός μεγαλύτερος, ζούσε παντρεμένος στην επαρχία και σπανίως έδινε το παρών στο πατρικό του.
Η κυρία Βασιλική είχε πατήσει για τα καλά τα 80 και της, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Στο τριάρι που της είχε αφήσει κληρονομιά ο συγχωρεμένος, σε μια πολυκατοικία του '50 σε μια πάροδο της Αχαρνών, πίστευε πως ήταν κυρά και αφέντρα, όντας και κυρία ταγματάρχου παρακαλώ. Πληθωρική όσο δεν έπαιρνε, αν κι είχε αρχίσει να βαρυακούει, γλώσσα δεν έβαζε μέσα.
Στον αντίποδα βρισκόταν η Ευφροσύνη στα σαράντα φεύγα της. Δημόσιος υπάλληλος, ανύπαντρη, ζούσε ή μήπως γηροκομούσε τη μητέρα της όλα αυτά τα χρόνια? Ήσυχος άνθρωπος, εσωστρεφής και μαζεμένη σ' ό,τι έκανε, άκουγε τη μάνα της να επαναλαμβάνει τη καραμέλα "του να παντρευτεί έναν άνθρωπο της τάξεώς μας", ενώ εκείνη είχε πάψει να πιστεύει στην ιδέα μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες στο παρελθόν. Τώρα πια έλεγε πως δεν την αφορούσε κάτι τέτοιο, έστω και αν κατά βάθος πάντοτε ήλπιζε.
Έφευγαν λοιπόν οι δυό γυναίκες από την Αθήνα μεσούντος του καλοκαιριού, για να κάνει η κυρία Βασιλική τα μπάνια της στην Αιδηψό για τα ρευματικά της. Το παλιό διαμέρισμα με την εσάνς περασμένων δεκαετιών όπου και αν έστρεφες το βλέμμα σου, σφαλιζόταν επιτακτικά και η Ευφροσύνη με τις αποσκευές στο χέρι , κλείδωνε την είσοδο υπό το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας της.
Το πούλμαν έφτασε στην ώρα του στο σημείο συνάντησης και η μάνα μαζί με την κόρη επιβιβάστηκαν στο "τσίρκο της χαράς". Ευτυχώς που η κυρία Βασιλική βρήκε κάποιες κυρίες να συζητούν περί ανέμων και υδάτων και έτσι άφησε την Ευφροσύνη στην ησυχία της για όσο ταξίδευαν.
Η Αιδηψός ήταν μέρος γνώριμο από παλιά στην Ευφροσύνη. Από τότε σχεδόν που πέθανε ο πατέρας της, εδώ και είκοσι χρόνια, η μητέρα της είχε καθιερώσει την ετήσια επίσκεψη στα λουτρά με την Ευφροσύνη από δίπλα να συνοδεύει τη μαμά στα μπάνια. Για δέκα μέρες η ρουτίνα γνωστή και επαναλαμβανόμενη, δέκα ολόκληρες μέρες υπομονής και απραξίας για την ίδια, τη γηροκομίζουσα κόρη.
Θα έμεναν όπως πάντα στο "Motel Γαλήνη", κοντά στα λουτρά. Οικογενειακό ξενοδοχείο, ήσυχο και περιποιημένο. Με τους ιδιοκτήτες είχαν γνωριστεί και η κυρία Βασιλική δεν άλλαζε εύκολα τη βολή της. Τι κι αν η διακόσμηση έμοιαζε με τα οικήματα του θερέτρου του Αγίου Ανδρέα του Στρατού, όπου παραθέριζε παιδί λόγω του στρατιωτικού πατέρα της η Ευφροσύνη, αυτή αίσθηση της φορμάικας τη κυνηγούσε και εδώ ακόμα.
Τακτοποιήθηκαν στο δωμάτιο κι έπειτα κατέβηκαν για φαγητό στο εστιατόριο. Μερικοί συνταξιούχοι γευμάτιζαν στη τραπεζαρία, άλλοι ήσυχα, άλλοι μιλώντας δυνατά γιατί δεν άκουγαν τι λέει ο ένας στον άλλον, κλασσικό το σκηνικό. Η Ευφροσύνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, δέκα μέρες ήταν αυτές, θα περνούσαν όπως και να χει. Η μάνα της δίπλα κελαηδούσε μέχρι να αποφασίσει τι θα παραγγείλει και η Ευφροσύνη απλά χάζευε.
Τη νιρβάνα της διέκοψε μια ανδρική φωνή ευγενική και πρωτόγνωρη. "Είστε έτοιμες να παραγγείλετε?" ρώτησε ένας κοντούλης μελαχροινός σερβιτόρος με το μπλοκάκι στο χέρι. "Μπα! καινούργιος είσαι εσύ?" ανταπάντησε η κυρία Βασιλική, "πρώτη φορά σε βλέπω εδώ, ξένος είσαι?" "Μητέρα, άσε ήσυχο τον άνθρωπο" πετάχτηκε η Ευφροσύνη, "ανάκριση του κάνεις?" "Γιατί, κακό είναι που ρωτάω?" απάντησε με στόμφο η μητέρα. "Από Βουλγαρία είμαι κυρία" απάντησε ο άνδρας, "είμαι χρόνια στην Ελλάδα". Τις κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο και ύστερα με το μπλοκάκι στο χέρι τις ξαναρώτησε: "τι να σας φέρω να φάτε?"
Καθώς το γκαρσόνι έφυγε με την παραγγελία σημειωμένη, η κυρία Βασιλική έκανε το σχόλιό της "Μετανάστες παιδί μου, τι περιμένεις! Εχει γεμίσει ο κόσμος από δαύτους!" "Μητέρα, παραφέρεστε!" απάντησε αυστηρά η Ευφροσύνη "τι σας έκανε ο άνθρωπος, το ψωμί του βγάζει" κι άρχισε να κουνάει νευρικά τα δάκτυλά της στο τραπέζι. "Για όνομα μητέρα, μην αρχίσετε τη μουρμούρα. Εδώ ήλθαμε να φάμε...". "Ξέρω εγώ, έννοια σου..." πήγε να πει η γηραιά κυρία αντεπιτιθέμενη, μα η θέα του φαγητού της έκοψε την φόρα για ένα ακόμη λογίδριο.
Κι ενώ η κυρία Βασιλική είχε ανέβει στο δωμάτιό της να ξεκουραστεί, βραδάκι ήταν όταν η Ευφροσύνη θέλησε να πιεί ένα ποτό στη καφετέρια του ξενοδοχείου. Ο ίδιος σερβιτόρος ήταν εκεί, στον πάγκο του μπαρ αυτή τη φορά. "Τι θα πάρετε?" με τη βαριά ξενική του προφορά. "Α! καλησπέρα, εσείς είστε!" έκανε έκπληκτη η Ευφροσύνη. "Ένα κοκταίηλ θα θελα και συγνώμη για τη μητέρα μου", συμπλήρωσε διστακτικά, "για το σχόλιο της μητέρας μου εννοώ στο εστιατόριο...". "Δεν πειράζει, συνήθισα πια" απάντησε εκείνος "τόσα χρόνια εδώ, τα ίδια ακούω!"
Της έφερε το κοκταίηλ και η Ευφροσύνη έπινε γουλιά γουλιά ακούγωντας τη μουσική από τα μεγάφωνα, ενώ αφηρημένα κοίταγε την κίνσηση στο δρόμο απέναντι. Πλήρωσε, καληνύχτισε κι έφυγε λίγο αργότερα. Δεν είχε άλλωστε κάτι άλλο να κάνει και ανέβηκε στο δωμάτιό της, με τη μητέρα της να κοιμάται βαθιά. Ξαναπήγε στο μπαράκι η Ευφροσύνη και τις επόμενες ημέρες, ενόσω η κυρία Βασιλική αποχωρούσε στη κάμαρή της. Ο σερβιτόρος τα βράδυα ήταν πάντα εκεί στο πόστο του και άρχισαν να μιλάνε. Τον έλεγαν Ιβάν και ήταν περίπου δέκα χρόνια στην Ελλάδα. Με πολύ κόπο έβγαλε άδεια παραμονής για να δουλεύει νόμιμα και πάλι, το να βγάζει τα προς το ζην ήταν το κύριο μελημά του. Μουσικός, είχε σπουδάσει στη Σόφια, μα οι καιροί ήταν δύσκολοι και αναγκάστηκε να φύγει στην Ελλάδα για να ζήσει. Χάρηκε η Ευφροσύνη με τα γαλλικά και το πιάνο της, τουλάχιστον μιλούσε με κάποιον με μουσική παιδεία, όπως και εκείνη.
Και το φεγγάρι το αυγουστιάτικο χαράχτηκε μια νύχτα πάνω από τα νερά του Ευβοϊκού και η Ευφροσύνη ύπνο δεν είχε εκείνη τη βραδυά ανεξήγητα. Ενώ είχε ξαπλώσει, το κρεββάτι δεν τη κρατούσε ξαπλωμένη. Ντύθηκε ξανά και κατέβηκε στη παραλία απέναντι από το ξενοδοχείο. Απέναντι, το φεγγάρι φωτίζε με τη λάμψη του τα νερά και έφεγγε στις σιλουέτες που σχηματίζονταν με την αντανάκλασή του.
Η Ευφροσύνη βρήκε ένα μέρος στην άμμο να καθήσει και μέσα στο μισοσκόταδο να ατενίζει τον ολόφωτο δίσκο στο βάθος του ουρανού. Πόση ώρα βρισκόταν εκεί δεν ήξερε, μα άξαφνα μια γνώριμη φωνή διέκοψε την ονειροπώλησή της. "Δεν κρυώνεις?" τη ρώτησε ο Ιβάν, "έχει υγρασία τέτοια ώρα...". Εκείνη του χαμογέλασε, "έχει σημασία, τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα?" "Σε είδα που ερχόσουν μόνη στη παραλία και ανησύχησα" της απάντησε εκείνος δειλά. "Σίγουρα δεν κρυώνεις?" τη ξαναρώτησε. "Λιγάκι, τώρα που το λες.." απάντησε η Ευφροσύνη. Ο Ιβάν έβγαλε το πουκάμισό του και της το πέρασε στους ώμους, έμεινε με το φανελλάκι να την κοιτάει. "Κάτσε λίγο Ιβάν, αν θέλεις" του είπε εκείνη, κάνοντας χώρο δίπλα της. "Φεύγω αύριο, οι μέρες τελείωσαν για φέτος" του είπε με μια δόση μελαγχολίας, "από αύριο γυρίζω Αθήνα". Ο Ιβάν δε μίλησε, μα μόνο τη κοιτούσε. "Πες κάτι, οτιδήποτε.." τον παρακάλεσε.
Εκείνος τραγούδησε ένα τραγούδι στη γλώσσα του κι έπειτα έσκυψε και την φίλησε. Τον αγκάλιασε κι εκείνη και τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά με λαχτάρα κάτω από την Πανσέληνο. Τα μπράτσα του σαν δίκτυ ασφαλείας, ενώ της μιλούσε τρυφερά στα βουλγάρικα. Κι ύστερα σιωπή, κι ύστερα ξανά ένα φιλί που δεν έλεγε να τελειώσει κι ύστερα ένα δάκρυ ή μήπως άμμος που μπήκε στα μάτια?
Σηκώθηκαν κι έφτασαν στην είσοδο του Motel Γαλήνη. "Δεν είμαι μόνη στο δωμάτιο" του είπε εκείνη, "ούτε κι εγώ, λυπάμαι" της είπε ο Ιβάν. Αγκαλιάστηκαν ξανά σε μια σφιχτή, απελπισμένη αγκαλιά και έπειτα ο καθένας πήγε στο δωμάτιό του δίχως να πει τίποτα άλλο.
Το ξημέρωμα βρήκε την Ευφροσύνη μισοξύπνια μετά από τη νύχτα που πέρασε. Μάζεψε και πάλι τις αποσκευές και κατέβηκαν με τη μητέρα της για πρωϊνό. Ο Ιβάν ήταν εκεί, με τα μάτια του να φανερώνουν τι είχε προηγηθεί λίγες ώρες πριν. Τον κοίταξε και του χαμογέλασε ενώ σερβιριζόταν στο μπουφέ. Εκείνος έφτασε στο τραπέζι του με τον καφέ στον δίσκο. "Ο καφές σας" τους είπε, ενώ άφηνε τα φλιτζάνια στο πλάι της. "Σ' ευχαριστούμε" του είπε η Ευφροσύνη και πρόσθεσε χαμηλόφωνα "... σ' ευχαριστώ για όλα Ιβάν". "Κι εγώ ευχαριστώ κυρία" απάντησε εκείνος πιο τυπικά, μα με χαμόγελο στο πρόσωπό του. "Αμάν αυτοί οι μετανάστες κόρη μου!" πετάχτηκε η κυρία Βασιλική. "Γιατί τον ευχαριστείς, τη δουλειά του κάνει!"
Η Ευφροσύνη ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της καθώς έβλεπε τον Ιβάν να απομακρύνεται. Δεν απάντησε στη μητέρα της, είχε βαρεθεί πια τα ίδια και τα ίδια. Έκλεισε τα μάτια και το τραγούδι του Ιβάν ήχησε ξανά στ' αυτιά της, αλήθεια ή ψέμματα, δεν είχε πια καμμιά σημασία.
Μαριαλένα, 14/08/2007
Wednesday, November 21, 2007
Motel Γαλήνη
Αναρτήθηκε από Marialena στις 11:19 AM
Ετικέτες fiction, short stories
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
11 comments:
Να σε ξανα-γιορτάσουμε κατά το ήμισυ;
;-)
Και δεν με γιορτάζετε λέω εγώ? Οι ευχές για την γιορτή της Παναγίας είναι πάντα ευπρόσδεκτες...
Ευχές πολλές για την σημερινή γιορτή!
Αλλά πολύ στεναχωρέθηκα με την Ευφροσύνη.
Γιατί δεν του έδωσε τον αριθμό του τηλ της?Πές μου γιατί????
Σε φιλώ....
Παναγιώτα μου, να χαιρόμαστε τις Μαρίες μας και να δοξάζουμε την Μητέρα των Ουράνων! Έγραψα την ιστορία παραμονή της Κοίμησης και τη δημοσίευσα ανήμερα των Εισοδίων, για κοίτα σύμπτωση!
Αχ, τι μου λες τώρα για την ηρωϊδα μου! Γιατί απλά όταν εμπνεύστηκα τη συγκεκριμένη ιστορία, έδωσα αυτήν την εξέλιξη και όχι κάποια άλλη, γι' αυτό. Στην αληθινή ζωή κάτι τέτοιο θα ήταν ενδεχόμενο, εδώ όμως η μυθοπλασία με οδήγησε να εξιστορήσω την ιστορία κατ' αυτόν τον τρόπο. Σε φιλώ!
Τo blog του απολυμένου από την ΓΣΕΕ Δημοσιογράφου για θέματα εργασίας και ότι άλλο κάτσει…
Ενημέρωσε Άτομα Που Επικοινωνείς Για Τo Blog http://apasxolisi.wordpress.com Χρησιμοποίησε Αυτό Το Blog Να Καταγγείλεις Η Να Ενημερωθείς Για Εργασιακά Θέματα Επικοινωνήστε μαζί μου με τα email:apasxolisi_blog@yahoo.gr Είναι Μια Ανοικτή Και Online Social Network Σελίδα Διαμαρτυρίας Και Αποκάλυψης Στη Κοινή Γνώμη .. Της Πρωτοφανής Απόλυσης Μου!
ειναι η ιδεα μου, η και σε ενα βιβλιο του Λουντέμη, υπάρχει ένα ξενοδοχείο Γαλήνη στην Αιδηψώ? Μήπωσ υπάρχει στα αλήθεια?
Χρονια πολλα(εστω κ καθυστερημένα!)
φιλακια
Αν και τον 15αύγουστο γιορτάζει το Μαρία- μου, σ' ευχαριστώ που το θυμήθηκες Κατρίν μου! Δεν θυμάμαι να σου επιβεβαιώσω αυτό που λες, αλλά όταν το έγραψα κατά τη διάρκεια των διακοπών, ο τίτλος ήταν καθαρά εύρημα της φαντασίας μου...
φιλιά πολλά, καλή δύναμη, Μ.
ηθικό δίδαγμα της ιστορίας? Δεν πάμε ποτέ σε λουτροπόλεις (και δη στην Αιδηψό, όπου πατείς με πατώ σε οι γέροι, anyhow) φούλ σεζόν, διότι οι ρομαντικές νύχτες μένουν ανολοκλήρωτες...
(είπε η κυνική της παρέας....)
φιλάκια και καλημέρα σου...
Να δω άμα είχες μάνα τσαούσα όπως η συγκεκριμένη ηρωϊδα τι θα έκανες Μένη μου!
Καλά τα είπε η κυνική της παρέας...
Πολή καλή μέρα και σε σένα!
και η παραλία? τι είχε η παραλία παρακαλώ?
Αχ, τι με κάνεις, τι με κάνεις βάλθηκες να με τρελλάνεις Μενάκι μου απόψε!
Έλα μου ντε, τι είχε η παραλία???
Σώνει και καλά να υπάρξει ειδύλλιον στην ιστορία μας, βρε μπας σε καλό σου!!!
Το θέμα είναι κατά πόσον τολμάμε να ζήσουμε αυτά που ονειρευόμαστε, έστω και για μια στιγμή, έστω και για μια βραδυά στη παραλία...!
Post a Comment