Το επόμενο πρωί η Μυρσίνη δεν πήγε στη σχολή. Έκατσε σπίτι, άγρυπνη από την θυελλώδη προηγούμενη νύχτα και έκανε πως κοιμόταν. Η θεία Μαρίκα πήγε στη λαϊκή όπως κάθε εβδομάδα την ίδια μέρα και την άφησε μόνη στο σπίτι. Η Μυρσίνη έβαλε τα πράγματά της μέσα στη βαλίτσα της, φόρτωσε τα βιβλία της στον ώμο και άφησε το κλειδί στο χωλ μαζί με ένα σημείωμα. "Φεύγω, μη με ψάξετε να με βρείτε, Μυρσίνη" και έκλεισε τη πόρτα πίσω της με ένα συναίσθημα φόβου μα και πανικού.
Πήρε τηλέφωνο τον Δημήτρη από το κινητό της. "Μπορείς να με φιλοξενήσεις λίγες μέρες σπίτι σου? Σε παρακαλώ...". Εκείνος, δεν έφερε αντίρρηση, της έδωσε τη διεύθυνση που έμενε και λίγο αργότερα η Μυρσίνη ήταν στη πόρτα του. Ο Δημήτρης έμενε μαζί με τους γονείς του ακόμα στο πατρικό του, αλλά για καλή της τύχη θα έλειπαν για μερικές μέρες για να μαζέψουν ελιές. Τη ρώτησε τι συμβαίνει και εκείνη με λυγμούς του εξομολογήθηκε την κατάσταση στο σπίτι του Ανάργυρου. Ο Δημήτρης έμεινε άναυδος και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να της σκουπίζει τα δάκρυα που χαράκωναν το πρόσωπό της και να μην μπορεί να πει κουβέντα. Της πρότεινε να μείνει μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς του από το χωριό και μετά θα έβλεπαν τι θα έκανε με τη διαμονή της η Μυρσίνη.
Πήρε στο πατρικό της τηλέφωνο, το σήκωσε η μάνα της. Στο άκουσμα και μόνο ότι έφυγε από του θείου της, έβαλε τις φωνές. Με αναφυλλητά η Μυρσίνη προσπαθούσε να της εξηγήσει τα ανεξήγητα, μα η κυρά Φρόσω ανένδοτη, δεν άκουγε τίποτα. "Γύρνα πίσω" την απειλούσε "και άσε τους αγαπητικούς κατά μέρος. Μη με κάνεις να έλθω στην Αθήνα και σε κάνω τουλούμι στο ξύλο κακομοίρα μου..." συνέχισε στον ίδιο τόνο. Η Μυρσίνη έκλεισε το τηλέφωνο τελείως. Καλύτερα να μην την έψαχνε κανείς από τους δικούς της για όσο χρειαζόταν.
Την επομένη έφυγε με τον Δημήτρη να πάνε στη σχολή. Καθώς το απογευματάκι τελείωσε με τις παραδόσεις, βγήκε στην στάση απέναντι για να πάει στου Δημήτρη. Ένα ταξί σταμάτησε δίπλα της, της αναβόσβησε τα φώτα, ήταν ο Ανάργυρος. Η Μυρσίνη πάγωσε, "έμπα μέσα να πάμε σπίτι" της φώναξε από το κατεβασμένο παράθυρο του συνοδηγού, ενώ εκείνη τον κοιτούσε αποσβωλομένη. "Έμπα μέσα τώρα, μην κατέβω και σε πιάσω από το μαλλί" επανέλαβε ο θείος καθώς έκανε να ανοίξει τη πόρτα του οδηγού. Έξαφνα ο Δημήτρης καβάλα στο παπάκι του σταμάτησε από πίσω, ενώ λεωφορεία της γραμμής πλησίαζαν προς τη στάση. "Σιγά βρε φίλε, τι σου έκανε η κοπέλα και μιλάς έτσι" του είπε ο Δημήτρης πλησιάζοντας το ταξί από αριστερά. "Κάνε στην άκρη ρε, μην σε πιάσω και σένα και σε κάνω μαύρο στο ξύλο" απείλησε ο Ανάργυρος ενώ είχε βγει ήδη από το ταξί και πήγαινε στο μέρος της Μυρσίνης. "Θείε δεν έρχομαι μαζί σου, φύγε" του φώναξε η Μυρσίνη ενώ εκείνος πλησίαζε ακόμα περισσότερο. Ο Δημήτρης τον έπιασε από τον γιακά, ενώ ο Ανάργυρος γύρισε και του έδωσε μια μπουνιά στο στομάχι.
Πεσμένος κάτω ο Δημήτρης σφάδαζε, ενώ προσπαθούσε άτσαλα να σταθεί στα πόδια του και να ανακτήσει την ανάσα του. Το λεωφορείο από πίσω έστεκε βουβός θεατής των δρώμενων, ενώ οι δυο άνδρες αντιμάχονταν ο ένας τον άλλο. Ο Ανάργυρος έβγαλε έναν ελβετικο σουγιά από τη τσέπη του και πλησίασε απειλητικά τον Δημήτρη. "Θα πεθάνεις κάθαρμα" του φώναξε και άρχισε να κουνά απειλητικά τη λεπίδα προς το μέρος του. "Μη θείε, άσε τον ήσυχο, μη του κάνεις κακό" ούρλιαζε η Μυρσίνη ενώ πήγε να του αρπάξει το σουγιά από το χέρι. Ο Ανάργυρος πρόλαβε να την κόψει στο μάγουλο, ενώ αίμα άρχισε να ρέει προς τα κάτω και η Μυρσίνη λυποθύμησε από το σοκ, πέφτωντας στην άσφαλτο. Ο Δημήτρης σαν θηρίο όρμησε να εξουδετερώσει τον Ανάργυρο, ενώ ο οδηγός του λεωφορείου καλούσε το 100 από το κινητό του. Ο Ανάργυρος στρίμωξε κόντρα με το πλάι του ταξί τον Δημήτρη που με όλες του τις δυνάμεις αντιστεκόταν στο φονικό όπλο.
"Την πήδηξες, ρε την πήδηξες, λέγε" μούγκριζε ο Ανάργυρος, ενώ ο νεαρός είχε γίνει κίτρινος από την υπερπροσπάθεια. "Λέγε, ρε, λέγε μη σου κόψω το λαρύγγι, μίλα!" επέμενε ο Ανάργυρος ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει αγνώριστο από τους μορφασμούς. Το μαχαίρι πλησίαζε τη καρωτίδα του Δημήτρη ολοένα και περισσότερο, ενώ ένα ολόκληρο λεωφορείο και περαστικοί είχαν γίνει μάρτυρες του συμβάντος. Ο Δημήτρης δεν του απαντούσε, παρά μόνο βρήκε την δύναμη να τον φτύσει στο πρόσωπο, κάνοντας τον Ανάργυρο να αποστρέψει το πρόσωπό του στιγμιαία.
Ξάφνου, μια τσάντα γεμάτη από βιβλία προσγειώθηκε στο κεφάλι του Ανάργυρου που σωριάστηκε κάτω μονομιάς. Ήταν η Μυρσίνη που είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της και μπόρεσε μέσα στα αίματα να σηκώσει τη τσάντα της και να βαρέσει στο κεφάλι τον θείο της. Ο Δημήτρης ανάσανε κοφτά καθώς απελευθερώθηκε από τη μέγγενη των χεριών του Ανάργυρου ενώ η Μυρσίνη κοιτούσε ακίνητη τον θείο της που κείτονταν στο οδόστρωμα. Ενώ το σώμα του έστεκε βουβό, η Μυρσίνη έβαλε το χέρι της στον ώμο του. "Θείε, θείε, είσαι καλά?" μα ο Ανάργυρος δεν αποκρινόταν. Η Μυρσίνη έβαλε τις φωνές εκτός εαυτού. "Ο θείος Δημήτρη, ο θείος.... πέθανε? Παναγία μου!" ενώ κρατούσε το κεφάλι της με τα χέρια της γεμάτα με το αίμα που συνέχιζε να ρέει στα ρούχα της. Ο Δημήτρης ακόμα κολλημένος στις λαμαρίνες του ταξί, την πήρε αγκαλιά. "Δε ξέρω Μυρσίνη, δε ξέρω... πως γίναν όλα αυτά?" ψέλλισε μονάχα σοκαρισμένος από το θέαμα.
Σε λίγο έφτασε και το περιπολικό της αστυνομίας που κατέγραψε το συμβάν και απομάκρυνε από τη σκηνή του εγκλήματος τα δύο παιδιά. Η Μυρσίνη προσκομίστηκε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες και ο Δημήτρης οδηγήθηκε στο τμήμα για κατάθεση. Η Μυρσίνη έπεσε σε μετατραυματική βαρειά κατάθλιψη και δεν επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο. Μάταια, οι γιατροί και οι δικοί της προσπαθούσαν να της αποσπάσουν μια λέξη για το τι μεσολάβησε. Της συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία σε ψυχιατρικό ίδρυμα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάστασή της. Ο Δημήτρης κατέθεσε τα όσα ήξερε και αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να του απαγγελθεί καμμία κατηγορία για τον θάνατο του Ανάργυρου.
Η Μυρσίνη νοσηλεύθηκε για καιρό στο ψυχιατρείο, έχοντας κάποιες αναλαμπές και πέφτοντας ξανά στην απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας με τους συνανθρώπους της. Κοιτούσε με τις ώρες τον ουρανό χωρίς έκφραση στο πρόσωπό της, σαν να προσπαθούσε να πετάξει σαν τα πουλιά που έβλεπε να ίπτανται στον ουρανό. Ο Δημήτρης τελείωσε τη σχολή, πήγε στρατιώτης και άρχισε να δουλεύει ως λογιστής στο γραφείο του πατέρα του. Επισκεπτόταν τη Μυρσίνη στο ίδρυμα στις αρχές μα, αυτή η σιωπή της τον τσάκιζε.
Το δικαστήριο έγινε και η Μυρσίνη κρίθηκε πως τέλεσε το έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, τελούσα όμως σε νόμιμη άμυνα και αθωώθηκε. Η κατάστασή της δεν επέτρεπε να επιστρέψει σπίτι της, γι' αυτό και διατάχθηκε η παραμονή της στο φρενοκομείο. Ο Ανάργυρος ετάφη σε στενό κύκλο συγγενών στην Άρτα, ενώ η Μαρίκα θρηνούσε για τον αδικοχαμένο της σύζυγο - όπως έλεγε, αρνούμενη να πιστέψει ότι η αγάπη του προς τη Μυρσίνη τον οδήγησε στον θάνατο. Ο κυρ-Τάκης και η Φρόσω, πούλησαν την περιουσία τους και νοίκιασαν ένα σπιτάκι κοντά στο νοσοκομείο για να βλέπουν το μοναχοπαίδι τους. Άλλωστε, το χωριό δεν τους σήκωνε πια, η κόρη τους έφταιγε με τα "καμώματά" της στην Αθήνα, για το μακελειό. Οι νεκροί δεδικαίωνται...
Μαριαλένα, 08/11/2007
Thursday, January 31, 2008
Ποτέ δεν ξέρεις...! (μέρος 2ο)
Αναρτήθηκε από Marialena στις 2:20 PM
Ετικέτες fiction, short stories
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
7 comments:
χμμμ...καλό ταξίδι μαριαλέναμ!
Ευχαριστώ πολύ Μαράκι μου! ;-D
Ποιός ο κερδισμένος και ποιός ο χαμένος?
Πάντως οι μικροκοινωνίες γεννούνε και τα Μεγάλα δράματα!!
Πολύ δράμα βρε πουλάκι μου...
Σάκη και Ανλούκα σας φιλώ από μακρυά! Το θέμα της οικογενειακής βίας είναι δαιδαλώδες και σκοτεινό, όσο και αν κρούσματα σαν και αυτά περνούν απαρατήρητα. Αυτό ήθελα να θίξω εδώ.
Ολοι χαμένοι λοιπόν
@ Sakis: Ναι Σάκη μου αυτή εδώ η ιστορία δεν έχει κερδισμένους...
Post a Comment