Τα ευχάριστα νέα για την εισαγωγή της Μυρσίνης στο πανεπιστήμιο, έκαναν το σπίτι να σειστεί από χαρά. Στο χωριό δεν άργησε η είδηση να γεμίσει το σπιτικό του κυρ-Τάκη από επισκέπτες, που η γυναίκα του η Φρόσω τους τράταρε για τα καλορίζικα. Μετά από μια χρονιά σκληρής προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες και όχι μόνο, η Μυρσίνη ένα μελετηρό, πεισματάρικο, μικροκαμωμένο κορίτσι, τα κατάφερε και μπήκε στη Σχολή της προτίμησής της, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα.
Δεν τους περισσεύανε τα χρήματα για πολυτέλειες, μα για το παιδί τους ο Τάκης και η Φρόσω, έδιναν και από το υστέρημά τους. Μικροκαλλιεργητές και με λίγα ζωντανά στο μαντρί, πορευόταν στο μετερίζι της ζωής. Πλησίαζε Σεπτέμβρης και η Μυρσίνη έπρεπε να φύγει για την Αθήνα να πάει στη σχολή της για εγγραφή. Η Φρόσω πήρε τηλέφωνο στον αδελφό της τον Ανάργυρο για να φιλοξενήσει για λίγες μέρες τη Μυρσίνη στο σπίτι του.
"Και το ρωτάς, μωρ' αδελφή? Πες της να ρθει και από μένα ό,τι θέλει το κορίτσι..." της απάντησε και η Φρόσω περιχαρής ανακοίνωσε στην οικογένεια την τακτοποίηση της εκκρεμότητας.
Ο Ανάργυρος είχε φύγει από το χωριό μικρός και ρίζωσε στην Αθήνα, οδηγώντας ταξί και μένοντας σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης. Παντρεμένος, δεν είχε παιδιά και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη Μυρσινούλα. Με ένα σακ βουαγιάζ στο χέρι, η Μυρσίνη επιβιβάστηκε στο ΚΤΕΛ που θα την έφερνε από την Άρτα στην Αθήνα. Ο δρόμος μακρύς και εκείνη με το κινητό στο χέρι αντάλλασε μηνύματα με τους φίλους της που θα έφευγαν και εκείνοι για τις σχολές που είχαν πετύχει απ' άκρη σ' άκρη της χώρας.
Στην Λιοσίων την περίμενε ο θείος Ανάργυρος να την πάει σπίτι με το ταξί. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν και παρά την κούρασή της από το ταξίδι, η Μυρσίνη είχε υπερένταση από την καινούργια αρχή που θα έκανε με την εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο.
Την επόμενη ημέρα την άφησε ο Ανάργυρος στην είσοδο της σχολής στη Πατησίων και εκείνη σαν "στραβάδι" ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά ψάχνοντας για την γραμματεία, ενώ ένας φοιτητής με φυλλάδια στο χέρι μιας φοιτητικής οργάνωσης της πλησίασε.
"Καινούργια είσαι?" τη ρώτησε και εκείνη του έγνεψε καταφατικά. "Την γραμματεία ψάχνω, που είναι?" του απάντησε ενώ περίμενε την υπόδειξή του. "Από εδώ, έλα να σου δείξω" της είπε και εκείνη τον ακολούθησε στο βάθος του διαδρόμου. "Με λένε Δημήτρη, εσένα?" γύρισε και τη ρώτησε μετά από λίγο. "... Μυρσίνη" του απάντησε δειλά. "Α, ωραίο όνομα, σου πάει!" της αποκρίθηκε χαμογελώντας, ενώ έφταναν ήδη μπροστά από τη γραμματεία. "Εδώ είμαστε, φτάσαμε" είπε ο Δημήτρης. "Ευχαριστώ, μόνη μου δεν θα το έβρισκα με τίποτα" του απάντησε χαμογελώντας η Μυρσίνη. "Ε, γι' αυτό είμαστε εδώ" της πέταξε εκείνος συμπληρώνοντας "άμα ψηφίσεις και την παράταξη που εκπροσωπώ, ακόμα καλύτερα!" και της έκλεισε το μάτι με νόημα. "Πάρε ένα φυλλάδιο να διαβάσεις τις θέσεις μας για να ξέρεις" και της έδωσε ένα χρωματιστό δίπτυχο με ηχηρό πολιτικό μήνυμα. "ΟΚ" του είπε εκείνη, "θα το διαβάσω, αν και δεν ασχολούμαι με τέτοια". "Ευκαιρία είναι" της δήλωσε πειστικά ο Δημήτρης ενώ την χτύπησε φιλικά στον ώμο. "Τα λέμε, φεύγω τώρα..." της είπε, ενώ απομακρυνόταν για να επιστρέψει στην είσοδο στον πάγκο των υποψηφίων.
Τελείωσε με την εγγραφή της η Μυρσίνη και φεύγοντας είδε τον Δημήτρη στο πόστο του. "Γειά χαρά, τα λέμε" του είπε, ενώ κρατούσε στο χέρι της ακόμα το φυλλάδιο. Της κούνησε το χέρι και εκείνη βγήκε στην Πατησίων για να πάρει το λεωφορείο να επιστρέψει στο σπίτι. Είχε ήδη μεσημεριάσει όταν έφτασε και ο θείος μετά από λίγο, σαν παρέδωσε το ταξί στην αλλαγή της βάρδιας. Τη ρώτησε για τη σχολή και θέλησε να μάθει όλα τα σχετικά με την πρώτη της γνωριμία με το πανεπιστήμιο. Του είπε μέσες άκρες και του έδειξε και το φυλλάδιο της φοιτητικής παράταξης. Εκείνος το περιεργάστηκε και με στόμφο αποφάνθηκε ότι "μόνον αλήτες και φρικιά ασχολούνται με τέτοια, εσύ δεν έχεις δουλειά με δαύτους, να κοιτάξεις τις σπουδές σου", ενώ η Μυρσίνη τον κοιτούσε απορημένη. Δεν μίλησε ξανά για το θέμα και έκατσαν να φάνε οικογενειακώς και το απόγευμα ετοίμασε τα πράγματά της γιατί θα έφευγε την επομένη για Άρτα.
Την πήγε ο Ανάργυρος στα ΚΤΕΛ και ενώ την χαιρετούσε της είπε πως όταν θα ερχόταν για την έναρξη του εξαμήνου, στο σπίτι του θα έμενε να γλυτώσει και το ενοίκιο και να έχει και κάποιον να την κοιτάει. "Μα, δεν πειράζει θείε μου..." ψέλλισε η Μυρσίνη, ενώ ο Ανάργυρος ήταν ανένδοτος. "Μια ανηψούλα έχω αδυναμία, θα μου χαλάσεις το χατήρι βρε κουτό? Γίνεται, δεν γίνεται" και η Μυρσίνη είπε ότι θα το σκεφτεί.
Γύρισε στο χωριό το απόγευμα και η μάνα της θέλησε να μάθει πως τα πέρασε. Της είπε για την εγγραφή της στη σχολή και την πρόταση του Ανάργυρου να μείνει στο σπίτι του. "Το ξέρω" της αποκρίθηκε η Φρόσω, "με πήρε ο θείος σου και μου τα είπε. Να πας Μυρσίνη μου, σε αγαπάνε και θα σε φροντίζουν στου Ανάργυρου. Εμείς δεν βγαίνουμε για να ενοικιάσεις σπίτι μόνη σου, πήγαινε τώρα και αργότερα βλέπουμε τι θα κάνουμε, να βρεις και συ καμμιά δουλειά..." Η Μυρσίνη δέχτηκε με μισή καρδιά, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Η σχολή δεν μπορούσε να περιμένει άλλωστε και πάλι καλά που είχε κάπου να μείνει στην Αθήνα. Δεν ήξερε και κανέναν άλλον άλλωστε εκτός από τους συγγενείς της.
Επέστρεψε στην Αθήνα, κουβαλώντας πια μια μεγάλη βαλίτσα με τα πράγματά της για εγκατάσταση στου θείου Ανάργυρου. Στο τριάρι της έδωσαν ένα δωμάτιο που θα διάβαζε και θα κοιμόταν, ενώ η θεία Μαρίκα της είχε ένα πιάτο ζεστό φαί και της έπλενε και τα ρούχα. Με την τσάντα ταχυδρόμου που πήρε για το πανεπιστήμιο, άρχισε να γεμίζει συγγράμματα και σημειώσεις και να παρακολουθεί τις παραδώσεις στο αμφιθέατρο για τα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου.
Τον Δημήτρη δεν τον είχε ξαναδεί, μέχρι που τον πέτυχε με έναν καφέ στο χέρι να φεύγει από ένα μαγαζί παραδίπλα. "Γειά, τι κάνεις, με θυμάσαι?" του είπε ενώ περίμενε να ψωνίσει κι εκείνη. "Α, γειά, ναι, κάπου έχουμε συναντηθεί εμείς οι δύο ε?" της είπε προσπαθώντας να θυμηθεί περισσότερα για εκείνην. "Είμαι η Μυρσίνη που με πήγες στη γραμματεία έναν μήνα πρίν, δεν θυμάσαι?" "Εεεε, ναι, η Μυρσίνη, χμ, γειά χαρά τι κάνεις?" της απάντησε ενώ την έκανε να γελάσει. "Θα μας ψηφίσεις στις εκλογές?" τη ρώτησε. "Μόνον αν είσαι εσύ υποψήφιος..." του αποκρίθηκε εκείνη θαρρετά.
"Έλα μαζί μου και θα δεις!" είπε ο Δημήτρης και έφυγαν μαζί από το μαγαζί παίρνοντας τον δρόμο για τη σχολή.
Έγιναν φίλοι με τον Δημήτρη, τριτοετής αυτός, πήγαινε για λογιστής στο γραφείο του πατέρα του. Την κάλεσε να πάει σε πάρτυ που έκαναν στην Εστία με κάτι φιλαράκια που γούσταραν τη ροκ μουσική. Ο θείος την πήγε μέχρι την Εστία και της ζήτησε να του τηλεφωνήσει όταν θα τελείωνε να πάει να την πάρει. "Καλά βρε θείε, μην ανησυχείς, θα έλθω μόνη μου" του είπε, ενώ εκείνος επέμενε να μην γυρίσει σπίτι ασυνόδευτη αργά. Την άφησε και έφυγε μέσα στο βράδυ, ενώ η Μυρσίνη έπαιρνε τηλέφωνο τον Δημήτρη για να δει που βρισκόταν. Πήγαν στο φοιτητικό δωμάτιο, 5-6 αγόρια και κορίτσια, μουσική από ένα στερεοφωνικό, μπύρες, τσιπς και τσιγαριλίκια για να κάνουν κεφάλι.
Μια περίεργη φάση μεταξύ μεθυσιού, παραζάλης και ελευθεριότητας επικρατούσε στον χώρο. Ο Δημήτρης έστριψε ένα τσιγάρο, τράβηξε μερικές ρουφιξιές και το πάσαρε στη Μυρσίνη. "Πάρε μια τζούρα, θα σ' αρέσει!" της είπε και της το έβαλε μπροστά της. "Δεν καπνίζω βρε Δημήτρη, άσε με" του απάντησε ενώ εκείνος επέμενε πως δεν ήταν τίποτα κακό και δεν πείραζε να το δοκιμάσει για μια φορά. Η Μυρσίνη μπήκε στη περιέργεια. Οι υπόλοιποι από τον μπάφο είχαν πέσει στον καναπέ και σαν να ρέμβαζαν, ήταν χαμένοι στο διάστημα, ενώ ο Δημήτρης την είχε πάρει αγκαλιά καθώς η Μυρσίνη δοκίμαζε για πρώτη φορά το τσιγαριλίκι. Πνίγηκε, αλλά πήρε ανάσα και ξαναπροσπάθησε να μην φανεί γελοία στα μάτια του. Σε λίγο και εκείνη ένιωθε κάπως, σαν μια γλυκειά ζάλη, ένα γλύστριμα, μια διάθεση να δει τον κόσμο με άλλα μάτια. Έμεινε στην αγκαλιά του Δημήτρη και εκείνος συνέχισε να την φιλά και να την χαϊδεύει όλο το βράδυ.
Όταν συνήλθε η Μυρσίνη, η ώρα είχε πάει τέσσερις το πρωί και βλέποντας το ρολόι της έβγαλε έναν αναστεναγμό. "Ωχ, ποιός ακούει τον θείο μου τέτοια ώρα" είπε και ετοιμάστηκε να φύγει. "Που πας εσύ?" τη ρώτησε ο Δημήτρης με απορία. "Σπίτι, ο θείος μου είναι περίεργος και μου είπε να του τηλεφωνήσω να με πάρει". "Σιγά μωρέ, μην κάνεις έτσι" είπε ο Δημήτρης. "Θα σε πάω εγώ με το παπί, όλα ΟΚ". Την πήρε δικάβαλο στο παπάκι του ενώ το κρύο και η ζαλάδα τους έκαναν την ζωή δύσκολη πάνω στο δίκυκλο.
Την άφησε στην είσοδο της πολυκατοικίας και έφυγε, ενώ η Μυρσίνη έβαζε το κλειδί στη πόρτα για να μπει στο διαμέρισμα.
Μπήκε στις μύτες στο χωλ, ενώ προσπαθούσε να κάνει το λιγότερο δυνατό θόρυβο για να μην ξυπνήσει τους θείους της, μα ενώ άνοιξε τη πόρτα του δωματίου της, αντίκρυσε καθισμένο στον κρεββάτι της τον Ανάργυρο να την περιμένει. "Θείε, δεν κοιμάστε?" τον ρώτησε ενώ δεν είχε μέρος να πάει. Της έκλεισε τη πόρτα και την κοίταξε με νόημα. "Που ήσουνα τόσες ώρες?". "Σε κάτι φίλους θείε" του απάντησε, "εκεί που με άφησες στην Εστία." "Και τι κάνατε, βρωμάς ποτό και τσιγάρο το ξέρεις?" της αποκρίθηκε επιτιμητικά. "Εγώ θείε, όχι, οι άλλοι..." προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ενώ μέσα στο μυαλό της είχαν ήδη εκτυλιχθεί ξανά οι εμπειρίες της βραδυάς.
"Πουτανάκι μωρή θα γίνεις?" της πέταξε ο θείος, ενώ το πρόσωπό του είχε αρχίσει να γίνεται κόκκινο. "Γιατί το λες αυτό θείε, δεν έκανα τίποτα!" του απάντησε εκείνη. "Ποιός ήταν αυτός που σε έφερε μου λες?" "Ένας συμφοιτητής μου θείε, είχε παπί και..." Την έκοψε ο Ανάργυρος ακόμα πιο αγριεμένος. "Είσαι πολύ γελασμένη αν νομίζεις ότι θα σου επιτρέψω να γυρνάς με τον έναν και με τον άλλον, κατάλαβες?" και την πλησίασε ένα βήμα πιο κοντά. "Μα, δεν έκανα τίποτα, μη μου φωνάζεις σε παρακαλώ" του είπε χαμηλόφωνα να μην ξυπνήσει και η θεία στο απέναντι δωμάτιο. "Αν δεν σε έχω εγώ Μυρσίνη, δεν θα σε έχει κανείς, βάλτο καλά στο μυαλό σου..." αποκρίθηκε μουγκρίζοντας ο Ανάργυρος, ενώ την έσφιγγε με τα δυό του χέρια.
"Άσε με θείε, άσε με, με πονάς" του φώναξε ενώ προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τα χέρια του. "Μ' ακούς? Αν δεν σ' έχω εγώ, κανείς δεν θα σ' έχει, πουτανάκι, ε παλιοπουτανάκι..." και βίαια την έσπρωξε προς το μέρος του προσπαθώντας να την φιλήσει. Η Μυρσίνη αντιστάθηκε, κουνώντας το κεφάλι δεξιά αριστερά, μα ο Ανάργυρος ολόκληρος άνδρας, την φιλούσε στο λαιμό, στο στόμα, στο μπούστο. "Θεία Μαρίκ.." έκανε να φωνάξει το κορίτσι, ενώ ο Ανάργυρος, της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του.
"Σκάσε παλιοθήλυκο, που θα φωνάξεις τη Μαρίκα" της είπε ενώ η γλώσσα του κατέβαινε πιο κάτω στο κορμί της. "Βούλωστο, τ' ακούς, άχνα μη βγάλεις!" και συνέχισε να την σφίγγει κόντρα στη ντουλάπα στον τοίχο. "Μη κουνηθείς, γιατί θα σε κάνω μαύρη στο ξύλο κακομοίρα μου" της είπε για άλλη μια φορά όσο η Μυρσίνη έκλαιγε βουβά και πάγωνε στο φθονερό του άγγιγμα.
Μια φωνή ακούστηκε από τον διάδρομο, ήταν η Μαρίκα. "Ανάργυρε που είσαι, γύρισε το κορίτσι μας?" ακούστηκε από λίγο πιο πέρα ενώ κατευθυνόταν στο δωμάτιο της Μυρσίνης. "Εδώ είναι, πέφτει για ύπνο" της αποκρίθηκε ο άνδρας της, αφήνοντας την Μυρσίνη αποσβολωμένη στη ντουλάπα. "Άστην να κοιμηθεί τώρα, αύριο τα λέτε, εμείς τα είπαμε, έρχομαι" της απάντησε και φεύγοντας ψιθύρισε στη μικρή. "Εμείς οι δυό δεν τελειώσαμε, θα επιστρέψω..." κλείνοντας τη πόρτα ξωπίσω του.
(...συνεχίζεται...)
Μαριαλένα, 08/11/2007
Monday, January 28, 2008
Ποτέ δεν ξέρεις...!
Αναρτήθηκε από Marialena στις 12:42 PM
Ετικέτες fiction, short stories
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
10 comments:
haha. mu arese to sak-bouagiaz. de to diabasa mexri to telos. 8a epistrepso :-D
anupomono gia thn sunexeia...
Ωχχχχχ...πολύ δράμα μυρίζομαι...
Μάλιστα
Τον θείο τον Ανάργυρο τον ψυλλιάστηκα απ'την αρχή
Μας κρατάς καρφωμένους Μαριαλένα όπως πάντα.
Και περιμένουμα για την εξέλιξη του δράματος.....
Πες την Μυρσίνη να φύγει από εκεί γρήγορα ...
Κι απ' τους διάφορους στο Πανεπιστήμιο να γλυτώσει ...
Και να μη καταδικαστεί να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής στης στο χωριό, χωρίς να το θέλει ...
Θέλουμε καλό τέλος, καλό ...
Φρόντισέ το παρακαλώ
Φοβάμαι πως θα έχει άσχημες και τραυματικές εμπειρίες αυτό το άκακο πλάσμα.Μακάρι να κάνω λάθος.....
Αγαπητοί φίλοι και φίλες που διαβάσατε το πρώτο μέρος της ιστορίας, θα μάθετε την εξέλιξη στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της. Ασχετα με το τι επιθυμεί κανείς για την ηρωϊδα της ιστορίας, η λύση θα δωθεί από τη μοίρα του κάθε ήρωα.
Σας περιμένω στο δεύτερο μέρος που θα δημοσιευτεί την Πέμπτη!
Κλείσε τα αυτιά σαν τον Οδυσσέα και δώσε το τέλος που θα βγεί αυθόρμητα από το όμορφο κεφαλάκι σου
Σάκη μου μην ανησυχείς, χαίρομαι που ο καθένας σας δίνει τη δική του άποψη για το πως θα ήθελε να εξελιχθεί η ιστορία, αλλά αυτό από τη μεριά μου έχει ήδη γίνει με τον τρόπο που η φαντασία μου το εμπνεύστηκε τότε.
τραγικόοοοοο!
Κάτι τέτοιοι μαλάκες σπιλώνουν το όνομα ημών, των "καλών καγαθών"
εκπροσώπων των ανδρών... :-)
...σενάριο σειράς με τραγικό τέλος μου θυμίζει...άντε-άντε...γρήγορα και τη συνέχεια...!!! :-D
Post a Comment