Ο πολεμιστής στην έρημο
Πλησίαζε μεσημέρι, μεσημέρι καλοκαιριού, με έναν ήλιο που διαπερνούσε το δέρμα και έκαιγε τη σάρκα σαν πυρωμένο σίδερο. Ο πολεμιστής περπατούσε στη μέση της ερήμου, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, μα δεν είχε και άλλη επιλογή παρά να προχωρά.
Εκεί που ο δρόμος έδειχνε πως δεν τελειώνει, εμφανίστηκε στο βάθος μια όαση. Μια συστάδα δέντρων τροπικών, ήταν αρκετή για να δημιουργήσει μια ανέλπιστη εικόνα στη μέση του πουθενά. Καθώς πλησίαζε άκουσε το κελάηδισμα κάποιων πουλιών και νερό να τρέχει από έναν βράχο. Δεν πίστευε στα αυτιά του! Επιτέλους ζωή εκεί που δεν το περίμενε! Τα δέντρα πανύψηλα, σαν να είχαν φυτρώσει εκεί αιώνες τώρα, άπλωναν τη σκιά τους καταμεσής της όασης, προσκαλώντας τον να αναπαυθεί.
Εκείνος, ταλαιπωρημένος όπως ήταν από το οδοιπορικό του, άφησε τα όπλα του κι έτρεξε πρώτα να πιει νερό από την πηγούλα που ανάβλυζε το πολύτιμο περιεχόμενό της από την σχισμάδα ενός βράχου. Έκανε να βάλει το χέρι του να ξεδιψάσει, μα το νερό έπαψε να ρέει! Απορημένος κοιτούσε το βράχο που είχε στεγνώσει με μιας! Τι να είχε συμβεί άραγε?
Αποκαμωμένος, έγειρε στη ρίζα ενός δέντρου και εκεί τον βρήκε σε λίγο ο ύπνος. Δεν κατάλαβε πότε κοιμήθηκε, ούτε αν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου είδε μια γυναικεία φιγούρα να εμφανίζεται εμπρός του. Μακριά ξέπλεκα μαλλιά, λευκό μακρύ φόρεμα που έντυνε τη φιγούρα της, πρόσωπο που δεν φαινόταν καθαρά όπως την έβλεπε. Οπτασία!
-Ποια είσαι, τη ρώτησε.
-Είμαι το πνεύμα της πηγής, του απάντησε εκείνη.
-Το πνεύμα της πηγής…!
-Ακριβώς, αυτή είμαι. Εσύ ποιος είσαι του λόγου σου?
-Ένας πολεμιστής, τίποτε άλλο.
-Ζήτησες την άδειά μου που ήλθες εδώ?
-Την ποια?
-Την άδειά μου, βέβαια! Ήλθες στη πηγή μου να πιεις νερό και δεν με ρώτησες αν μπορείς…
-Δεν το ήξερα πως γίνεται έτσι, συγχώρα με, μα πρώτη φορά το ακούω.
-Παραβίασες τα όριά μου Πολεμιστή και θα τιμωρηθείς γι’ αυτό…
-Μα δεν είχα πρόθεση, ήθελα μόνο να ξεδιψάσω και να πλυθώ.
-Μου άσκησες βία Πολεμιστή και εγώ δεν θα στο επιτρέψω, τ’ ακούς?
-Το ακούω, μα συμπάθα με, δεν το ήθελα.
-Φτάνει πια, όλοι οι άνθρωποι είστε ίδιοι, τέρμα ως εδώ, κατάλαβες?
-Κατάλαβα, καιρός να πηγαίνω, συγνώμη για την ενόχληση.
Κι έτσι έφυγε ο Πολεμιστής προβληματισμένος από την όαση. Η αλήθεια ήταν πως ως πολεμιστής ο ίδιος, ερχόταν συχνά αντιμέτωπος με το παράλογο της βίας στους ανθρώπους. Άλλες φορές, έπρεπε να ανταποκριθεί στο να την αντιμετωπίσει, άλλες να την υποστεί και άλλες ίσως να κάνει και κείνος το ίδιο στον κόσμο που ζούσε. Μα μέσα του βαθιά, ήξερε πως η καρδιά του δεν ήταν από πέτρα. Σαν αχτίδα ήλιου προσδοκούσε την αγάπη να του ζεστάνει την ψυχή του, ο ίδιος το μίσος και τον παραλογισμό ήθελε να τα κρατάει μακριά από εκείνον όσο μπορούσε, μα να, εκεί που δεν το περίμενε, το πνεύμα της πηγής του ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας.
Περπατούσε πάλι μονάχος, μέρα και νύχτα με συντροφιά τα αστέρια στον ουρανό και τις σκέψεις του. Κάποια στιγμή και αυτές στέρεψαν και τον άφησαν για λίγο ήσυχο. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι, αυτή η σιωπή ήταν ταιριαστή σύντροφος στη πορεία του. Ήθελε να πετάξει τα όπλα του, να βγάλει την πανοπλία του, να γαληνέψει το κορμάκι του από τις αναμετρήσεις, τα όνειρά του να είναι πια ειρηνικά, η ψυχή του να απαγκιάσει.
Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός με τον Πολεμιστή να βαδίζει στην έρημο σε άγνωστη πορεία. Όπου, εμφανίστηκε μπροστά του η πύλη που οδηγούσε στο παλάτι του βασιλιά του. Εκεί θα επέστρεφε επιτέλους στη βάση του για να προετοιμαστεί για επόμενες πολεμικές αναμετρήσεις. Έσφιξε το σπαθί στο χέρι του, τον πιστό του σύντροφο όλα τα χρόνια που μαχόταν. Κάθε γρατσουνιά του θύμιζε τι είχαν περάσει μαζί στις μάχες της ζωής και δάκρυσε. Δεν πέρασε την πύλη αυτή τη φορά, παρά όπως ήταν, έφυγε για τα βουνά που κείτονταν στο βάθος. Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε και ο μύθος λέει πως ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή, φύτεψε το σπαθί του στο χώμα και μετά έγινε πουλί και πέταξε μακριά στης γης τα πέρατα. Μόνο που υπάρχουν νύχτες, που αυτό το πουλί εκεί στα βουνά, βγάζει μια φωνή σαν παράπονο που όποιος την ακούσει ορκίζεται πως είναι ανθρώπινη λαλιά, μα δεν είναι…
© Μαριαλένα, 17/06/2006
Saturday, June 17, 2006
Παραμύθι για μεγάλα παιδιά
Αναρτήθηκε από Marialena στις 9:30 PM
Ετικέτες fiction, samurai, short stories
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
8 comments:
Marialena πανέμορφη ιστορία, όμως δεν κατάλαβα πάρα πολύ το νόημα της απότομης διαμαρτυρίας της πηγής, συμβολίζει μια εσωτερική φωνή της ψυχής του πολεμιστή ή είναι η διαμαρτυρία εναντίον στον πόλεμο ; (ή απλώς έχω πέσει εντελώς έξω)
Έζησε ελεύθερος λοιπόν... Όμορφη ιστορία!
Πολλές οι πύλες των βασιλείων μια μία η αίσθηση της προσμονής πρίν τη μάχη...Καλησπέρες Μαριαλένα.
Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!
@Two cows: Welcome back! Μου χες λείψει τόσο καιρό που απουσίαζες με τις υποχρεώσεις σου, το ξέρεις?
Εσωτερική φωνή ήταν η πηγή μορφοποιημένη από εξωτερικά ερεθίσματα!
@Montressor: Μεγάλη κουβέντα, μακάρι να τα κατάφερε και να ζήσουμε εμείς καλά και εκείνος καλύτερα!
@ Gurriero: Ωραίο το σχόλιό σου Αντώνη, έχει βαθύτερα νοήματα... ο πολεμιστής μας εδώ είχε κουραστεί απ' το να δίνει άνισες μάχες!
Καλό μεσημέρι μαγισσούλα μου! Ο πολεμιστής πέρασε και περνάει πολλά μέχρι να βρει αυτό που ψάχνει... για να δούμε τι του επιφυλάσσει η συνέχεια στη ζωή του!
Να σαι καλά, σε χαιρετώ, Μ.
Να σαι καλά Μαριαλένα :) και μένα μου λείψατε στην αρχή, αλλά ευτυχώς τις τελευταίες εβδομάδες έβρισκα αρκετά συχνά χρόνο για να σε διαβάσω, μόνο για να σχολιάσω δεν είχα αρκετό. Γι' αυτό να ξέρεις Ι will be watching ya ;-)
Και συ βρε Άλεξ! Χαίρομαι που είσαι καλά! Είσαι λοιπόν ο dr. Watson της ευλογόσφαιρας!!! I'll be glad to watch over me... kissez, M.
xaxa yeap, that's my middle name. Mats!
Post a Comment